• Γιατί χρειαζόμαστε ενδοκρινολογική εκτίμηση για προβλήματα γονιμότητας;

    Οι περισσότεροι άνθρωποι δε γνωρίζουν, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αιτιών υπογονιμότητας σε άνδρες και γυναίκες σχετίζονται με τις ορμόνες που εκκρίνει το σώμα μας. Ως τέτοιες μπορούν να διαγνωσθούν και θεραπευθούν μετά από ειδική εκτίμηση, μόνο από τον ενδοκρινολόγο μας. Είναι δε, τόσο συχνά αυτά τα προβλήματα, που τελικά μόνο μια μικρή μερίδα ασθενών θα χρειαζόταν περαιτέρω έλεγχο γονιμότητας, πόσο μάλλον υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, αν αυτός ο έλεγχος ξεκινούσε από το Ενδοκρινολογικό ιατρείο.

  • Πώς καταλαβαίνουμε ότι έχουμε πρόβλημα γονιμότητας;

    Η αναπαραγωγή αποτελεί μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, γιατί επιτρέπει τη διαιώνιση του είδους, μέσα από την τεκνοποίηση. Αν και η ικανότητα να αποκτήσουμε απογόνους φαντάζει αυτονόητη για τους περισσότερους ανθρώπους, προτού να ξεκινήσουν την προσπάθεια τεκνοποίησης, αυτό στην πράξη μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολο ή επίπονο. Πολλά ζευγάρια έχουν τακτικές επαφές, τυχαίες ή στοχευμένες στις γόνιμες ημέρες της μέλλουσας μητέρας, χωρίς όμως να επιτυγχάνουν την πολυπόθητη κύηση. Όταν αυτή η προσπάθεια δεν καταφέρει να στεφθεί από επιτυχία μέσα σε ένα διάστημα 12 μηνών, τότε θεωρούμε ότι το ζευγάρι έχει πρόβλημα γονιμότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται η συνδρομή ενός ή περισσοτέρων ειδικών, προκειμένου να διαγνωσθεί η αιτία του προβλήματος και να δοθεί η ευκολότερη και σωστότερη λύση.

  • Ποιο είναι το πρώτο βήμα, όταν διαπιστώσουμε ότι υπάρχει πρόβλημα γονιμότητας;

    Αφού συμπληρώσουμε 12 μήνες τακτικής και στοχευμένης επαφής χωρίς επιτυχία, θα πρέπει να ζητήσουμε μια ειδική ενδοκρινολογική εκτίμηση, η οποία θα περιλαμβάνει τη μελέτη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και των δύο μελών του ζεύγους. Στόχος αυτής της εξέτασης είναι να διαπιστώσουμε αν υπάρχουν ορμονικές ανωμαλίες που επηρεάζουν τη γονιμότητά μας. Έτσι διασφαλίζουμε, ότι δε θα προχωρήσουμε αν δεν είναι απαραίτητο στις επεμβατικές μεθόδους της γυναικολογίας ή της ανδρολογίας, αλλά ούτε και στις κοστοβόρες πρακτικές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Επίσης, εξασφαλίζουμε ότι αν χρειαστεί να εφαρμόσουμε στο μέλλον κάποια μέθοδο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, αυτή θα γίνει σε ιδανικές ορμονικές συνθήκες, μεγιστοποιώντας την πιθανότητα επιτυχίας με την πρώτη προσπάθεια. Τονίζουμε ότι στόχος της Ενδοκρινολογίας της Αναπαραγωγής και του ελέγχου της γονιμότητας από τον Ενδοκρινολόγο είναι να αποφύγουμε τεχνικές, όπως η σπερματέγχυση ή η εξωσωματική γονιμοποίηση. Τα αποτελέσματά της ρύθμισης των ορμονών είναι εντυπωσιακά, όταν ο ιατρός μας γνωρίζει τις επιστημονικές εξελίξεις και ακολουθεί τα διεθνή στάνταρ για τη διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων που ελαττώνουν την ικανότητά μας να συλλάβουμε και να ολοκληρώσουμε επιτυχώς μια κύηση.

  • Ποιος φταίει πιο συχνά σε περίπτωση υπογονιμότητας, ο άνδρας ή η γυναίκα;

    Αυτό το ερώτημα τίθεται συχνά από τους ασθενείς μας, είτε από περιέργεια, είτε από την ανάγκη του καθενός μας, να μη φταίμε εμείς, και να ξεφορτωθούμε την ενοχή μας. Ευτυχώς για το ζευγάρι, όμως, σχεδόν πάντα η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Υπάρχουν δε, δύο σημεία που πρέπει όλοι να γνωρίζουμε: πρώτον, ότι η αδυναμία ενός ζευγαριού να κάνει παιδί, δεν περιλαμβάνει φταίξιμο κανενός, γιατί, όπως και για κάθε άλλη ασθένεια δεν υπάρχουν προβλήματα γονιμότητας που να είναι εκούσια. Κατά δεύτερον, πρέπει να θυμόμαστε ότι στη μεγάλη πλειοψηφία των ζευγαριών που δυσκολεύονται να κάνουν παιδί, αυτό οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες που προέρχονται από τον άνδρα και τη γυναίκα ταυτόχρονα, εκτός από σπάνιες και πολύ ειδικές περιπτώσεις. Συνεπώς, πρέπει το ζευγάρι που αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα, να μην το βρει ως μια αιτία τσακωμού, γκρίνιας ή θυμού απέναντι στον/στη σύντροφό μας, αλλά ως μια ακόμα αφορμή για να έρθουμε κοντά.

  • Ποιες είναι οι συχνότερες αιτίες υπογονιμότητας στον άνδρα;

    Όπως σημειώσαμε και νωρίτερα, συνήθως συνυπάρχουν προβλήματα και στα δύο μέλη του υπογόνιμου ζευγαριού. Όσον αφορά τον άνδρα, υπάρχουν πολλών ειδών διαταραχές στην αναπαραγωγική λειτουργία και συχνά συνυπάρχουν περισσότερες από μία. Συνήθως έχουμε να κάνουμε με προβλήματα σπέρματος, μεταβολισμού, ανδρικών ορμονών, άλλων ορμονικών συστημάτων, και κάποιες φορές και ανατομικά προβλήματα του γεννητικού συστήματος.
    Ενστικτωδώς σχεδόν, όταν έχουμε πρόβλημα υπογονιμότητας, ο έλεγχος στον άνδρα κατευθύνεται στα χαρακτηριστικά του σπέρματος. Για να διερευνήσουμε ενδελεχώς τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία του σπέρματος, ο ασθενής πραγματοποιεί συλλογή σπέρματος μετά από αποχή από την επαφή για τουλάχιστον τρεις ημέρες. Η μελέτη του δείγματος από το μικροβιολόγο και η ανάλυση των ιδιοτήτων του ονομάζεται σπερμοδιάγραμμα. Το σπερμοδιάγραμμα μελετά τον αριθμό, την ποιότητα, τη μορφή και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων. Τα ευρήματα σε αυτή την περίπτωση περιλαμβάνουν το ασθενές σπέρμα (ελαττωμένος αριθμός σπερματοζωαρίων), το σπέρμα με χαμηλή κινητικότητα ή υψηλή γλοιότητα, η μορφολογική εκτροπή των σπερματοζωαρίων ή ο κατακερματισμός του DNA των σπερματοζωαρίων.

    Ακόμα και αν το σπερμοδιάγραμμα μας δείξει κάποιες διαταραχές που σχετίζονται με ελαττωμένη γονιμότητα στον άνδρα, αυτό δεν αποτελεί επαρκή διαγνωστικό έλεγχο. Στόχος της μελέτης από τον ενδοκρινολόγο, είναι να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από την όποια ανωμαλία, και με στοχευμένες παρεμβάσεις να την αντιμετωπίσουμε ριζικά. Δεύτερο βήμα σε αυτή τη διαδρομή είναι η μέτρηση των ορμονών που επηρεάζουν τη γονιμότητα συνολικά ή το σπέρμα ειδικά. Σε αυτό το στάδιο διερευνούμε για νόσους στις οποίες απορυθμίζεται η έκκριση διαφόρων ορμονών, σημαντικών για τη σπερματογένεση ή τη σεξουαλική λειτουργία του άνδρα. Τέτοιες είναι οι διαταρχές της έκκρισης των ανδρικών ορμονών από τους όρχεις ή τα επινεφρίδια (αδένες στην κοιλιά που εντοπίζονται πάνω από τους νεφρούς), οι διαταραχές του μεταβολισμού των ανδρικών ορμονών στο ήπαρ, η ανισορροπία μεταξύ ανδρικών και γυναικείων ορμονών, οι διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς, και οι διαταραχές της λειτουργίας των ορμονικών κέντρων ρύθμισης της αναπαραγωγής στην υπόφυση ή τον υποθάλαμο. Σε αυτή τη φάση της διερεύνησης, μπορεί να χρειαστεί η λήψη ειδικού δείγματος αίματος για την ανάλυση του DNA του ασθενούς, με μια εξέταση που ονομάζεται καρυότυπος.

    Εκτός από τις ορμόνες και το σπερμοδιάγραμμα, ένα τρίτο βήμα στη διερεύνηση της υπογονιμότητας των ανδρών περιλαμβάνει το έλεγχο για ανωμαλίες του μεταβολισμού, που επηρεάζουν τόσο το σπέρμα, αλλά με μη μετρήσιμους τρόπους, όσο και τη σεξουαλική λειτουργία γενικότερα. Αυτές οι καταστάσεις περιλαμβάνουν κυρίως τα μεταβολικά νοσήματα, όπως είναι η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία, η αντίσταση στην ινσουλίνη, και η λιπώδης διήθηση του ήπατος. Στα πλαίσια αυτών των νοσημάτων, συχνά συνυπάρχουν συμπτώματα στυτικής δυσλειτουργίας ή άλλων αγγειακών βλαβών, που μπορούν να ρυθμιστούν, ακολουθώντας τα κατάλληλα βήματα.

    Οι ανατομικές ανωμαλίες του ανδρικού γεννητικού συστήματος δεν είναι άμεσο αντικείμενο εργασίας της ενδοκρινολογίας. Αν διαγνωσθούν, όμως, κατά τη φυσική εξέταση από τον ενδοκρινολόγο, απαιτούν τη συνεργασία με ουρολόγο/ανδρολόγο, αφού πρώτα ρυθμιστούν οι ενδοκρινολογικές διαταραχές του ασθενούς. Σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν αιτία υπογονιμότητας στους άνδρες, ιδίως αν υπάρχει κιρσοκήλη, απόφραξη των σπερματικών σωληναρίων ή όγκοι των όρχεων.

  • Ποιες είναι οι συχνότερες αιτίες υπογονιμότητας στη γυναίκα;

    Οι δυσκολίες της γονιμότητας στις γυναίκες είναι εξίσου περίπλοκες με αυτές του άνδρα και απαιτούν έναν εξονυχιστικό κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο για να κατανοήσουμε την αιτία του προβλήματος. Μεγάλη σημασία έχει στο κομμάτι αυτό, η λήψη ενός πλήρους ιστορικού όσον αφορά τα ζητήματα του κύκλου και της ωορρηξίας. Φυσιολογικά ο κύκλος των γυναικών είναι 28 ημέρες, και η ωορρηξία συμβαίνει περίπου τη 14η ημέρα. Οποιαδήποτε διαταραχή αυτής της φυσιολογικής ροής στο γυναικείο κύκλο μπορεί να οδηγήσει σε ελάττωση της αναπαραγωγικής ικανότητας.

    Η διερεύνηση της γονιμότητας στις περισσότερες γυναίκες απαιτεί έναν ορμονικό έλεγχο σε 2 τουλάχιστον χρονικά σημεία: μια αρχική εκτίμηση στην παραγωγική φάση του κύκλου, δηλαδή πριν την ωορρηξία και άλλη μια εξέταση στην εκκριτική φάση του κύκλου, δηλαδή μεταξύ ωορρηξίας και εμμήνου ρύσης. Σε ειδικές περιπτώσεις χρειάζεται και έλεγχος των ορμονών κατά την ωορρηξία. Οι συνηθέστερες διαταραχές της γονιμότητας στις γυναίκες σχετίζονται με πέντε κατηγορίες προβλημάτων: 1 με την αδυναμία να έχουν φυσιολογική ωορρηξία, 2 με την αδυναμία να γονιμοποιηθεί το ωάριό τους που έχει απελευθερωθεί κατά την ωορρηξία, 3 με την αδυναμία εμφύτευσης του γονιμοποιημένου ωαρίου στο ενδομήτριο, 4 με την αδυναμία να συντηρήσουν το κύημα, που σημαίνει ότι εμφανίζουν αποβολές και 5 με την εμφάνιση πρώιμης εμμηνόπαυσης. Όλες αυτές οι περιπτώσεις σχετίζονται και με ορμονικές διαταραχές, που τελικά ελαττώνουν την ικανότητα τεκνοποίησης.

    Οι ασθένειες που σχετίζονται με απουσία της ωορρηξίας, είναι πολύ συχνές στο γενικό πληθυσμό και συνηθέστερη περίπτωση είναι το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Αυτό είναι μια ασθένεια που οφείλεται στην υπερέκκριση ανδρογόνων από τις ωοθήκες και εν μέρει και τα επινεφρίδια, και σχετίζεται με αντίσταση στην ινσουλίνη, προδιάθεση για σακχαρώδη διαβήτη σε μικρή ηλικία, ανωμαλίες στη χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια και ανωορρηξία. Λίγο σπανιότερες παθήσεις είναι οι συγγενείς επινεφριδιακές υπερπλασίες, καθώς και άλλες διαταραχές που σχετίζονται με υπερέκκριση των ανδρικών ορμονών, όπως είναι η τεστοστερόνη, η ανδροστενεδιόνη κλπ. Ειδική κατηγορία αυτών των παθήσεων αποτελεί η παρουσία αυξημένης έκκρισης προλακτίνης από την υπόφυση του εγκεφάλου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ορμονική διάγνωση καθοδηγεί τη θεραπεία και μπορεί να επιτύχει τεκνοποίηση χωρίς τη χρήση τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε ποσοστό που ξεπερνά το 95%.

    Πολύ συχνά έχουμε παθήσεις που επιτρέπουν την ωορρηξία, αλλά το ωάριο δεν μπορεί να γονιμοποιηθεί ή αφού γονιμοποιηθεί δε μπορεί να εμφυτευθεί στο ενδομήτριο. Σε αυτές τις παθήσεις περιλαμβάνονται οι ασθένειες του θυρεοειδούς, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ως άνω παθήσεις που χαρακτηρίζονται από αυξημένες ανδρικές ορμόνες. Μια ειδική κατηγορία αυτών των παθήσεων είναι κάποιες ασθένειες, που για άγνωστο πολλές φορές λόγο δεν επιτρέπουν τη φυσιολογική έκκριση της ορμόνης προγεστερόνης κατά την εκκριτική φάση του κύκλου (μετά την ωορρηξία).

    Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε, ότι εκτός από τις ορμονικές-ενδοκρινολογικές παθήσεις, σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν και ανατομικές-χειρουργικές ανωμαλίες του γεννητικού συστήματος, όπως το διάφραγμα, η απόφραξη των σαλπίγγων, οι συμφύσεις, η δίκερως μήτρα, τα ινομυώματα, η ενδομητρίωση κλπ. Αυτές οι ασθένειες δεν είναι ενδοκρινολογικά προβλήματα, και απαιτούν τη συνεργασία με το/τη γυναικολόγο και ειδικές εξετάσεις, όπως ο υπέρηχος των έσω γεννητικών οργάνων, η υστεροσκόπηση, η υστεροσαλπιγγογραφία ή η λαπαροσκόπηση. Επίσης σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, η παρουσία μεγάλων συγκεντρώσεων ειδικών κυττάρων (NK-cells) ή αντισωμάτων (αντισπερματικά αντισώματα) του ανοσοποιητικού συστήματος έχει συσχετισθεί σε κάποιες μελέτες με ελαττωμένη γονιμότητα. Αν και κάποια κέντρα (και της πατρίδας μας) εφαρμόζουν ειδικά πρωτόκολλα για τη ρύθμιση αυτών των παραμέτρων, δεν υπάρχουν τυχαιοποιημένες προοπτικές μελέτες που να αποδεικνύουν την αξία αυτών των παρεμβάσεων, χωρίς κάτι τέτοιο να αποκλείεται.

    Η επόμενη κατηγορία χαρακτηρίζεται από περιπτώσεις γυναικών που μένουν έγκυοι, αλλά αποβάλλουν στην αρχή της κύησης ή στη συνέχεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις σημαντικό ρόλο ορμονικά παίζει ο θυρεοειδής και τα αντισώματά του, ο οποίος χρειάζεται ειδική ρύθμιση, καθώς και κάποιες άλλες ορμονικές διαταραχές. Αυτή η κατηγορία γυναικών, όμως, είναι η μόνη, όπου απαιτείται πρώτα γυναικολογικός έλεγχος και μετά ενδοκρινολογικός, γιατί οι συνηθέστερες αιτίες του προβλήματος είναι μη ορμονικές. Συχνές αιτίες, πάντως, είναι η παρουσία θρομβοφιλίας, δηλαδή αυξημένης πηκτικότητας του αίματος, ο αντιπηκτικός λύκος, μεγάλα ινομυώματα ή άλλες ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας και του τράχηλου, η ανεπάρκεια του τραχήλου της μήτρας, αιμορραγικά νοσήματα και πολλά άλλα.

    Τελευταία, αλλά και πιο δύσκολη, κατηγορία διαταραχών της γυναικείας γονιμότητας είναι η πρώιμη εμμηνόπαυση. Αυτή είναι μια (ευτυχώς) σπάνια ασθένεια όπου ο κύκλος της γυναίκας διακόπτεται πρόωρα, είτε λόγω κάποιου γεγονότος που επηρεάζει σημαντικά τον ψυχισμό της γυναίκας, είτε λόγω κάποιου της χημειοθεραπείας ή ορμονοθεραπείας για κάποια νεοπλασματική νόσο, είτε λόγω αυτοάνοσου νοσήματος. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η ασθένεια απαιτεί στενή συνεργασία με το/τη γυναικολόγο, γιατί υπάρχει η δυνατότητα επίτευξης κύησης με εξωσωματική γονιμοποίηση μόνο. Έχει βρεθεί με σοβαρές μελέτες ότι οι γυναίκες που μπαίνουν στην εμμηνόπαυση πρόωρα έχουν ακόμα μερικά ωάρια, τα οποία θα αποδεσμευθούν εν καιρώ. Με εντατική παρακολούθηση μπορούμε να τα βρούμε, να τα συλλέξουμε και να γίνει τεχνητή γονιμοποίηση με επιτυχία, ακόμα και σε αυτή τη δραματική νόσο.

    Το ιατρείο μας παρέχει εξειδικευμένες υπηρεσίες ελέγχου των διαταραχών της γονιμότητας σε ζεύγη με δυσκολία τεκνοποίησης. Χαρακτηριζόμαστε από απόλυτη εχεμύθεια, αλλά και μεγάλη εμπειρία στο αντικείμενο, εγγυώμενη από τη μακροχρόνια εργασία και συνεχιζόμενη ερευνητική συνεργασία μας με τα κορυφαία Πανεπιστήμια Northwestern University, Chicago, IL και University of Wisconsin, Madison, WI των ΗΠΑ. Ακολουθώντας τις οδηγίες των διεθνών επιστημονικών οργανισμών (The Endocrine SocietyAmerican Association of Clinical EndocrinologistsAmerican Society for Reproductive MedicineAndrogen Excess and PCOS Society) στοχεύουμε στην επίτευξη ακριβούς διάγνωσης για το πρόβλημα, με τη χρήση της ασφαλέστερης και αποτελεσματικότερης μεθόδου για την επίτευξη της τεκνοποίησης.

    Η ολιστική θεραπευτική μας προσέγγιση έχει στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών μας και την επιτυχή αντιμετώπιση της πάθησής τους με τον καλύτερο, αλλά και οικονομικότερο τρόπο. Η τελική επιλογή θεραπευτικής στρατηγικής ενωματώνει πάντα τις ιδέες και απόψεις των ασθενών μας και σέβεται απόλυτα τις προσωπικές τους προτιμήσεις.

 

επιστροφή στη γενική κατηγορία: Σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία